αιματοειδης

αιματοειδης
    αἱματοειδής
    αἱμᾰτο-ειδής
    2
    похожий на кровь, кровавый
    

(ἱδρώς Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αιματοειδης" в других словарях:

  • αἱματοειδής — like blood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματοειδής — ές (Α αἱματοειδής) ο όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν το αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ειδής < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • αἱματοειδῆ — αἱματοειδής like blood neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἱματοειδής like blood masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἱματοειδής like blood masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοειδεῖς — αἱματοειδής like blood masc/fem acc pl αἱματοειδής like blood masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοειδές — αἱματοειδής like blood masc/fem voc sg αἱματοειδής like blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοειδοῦς — αἱματοειδής like blood masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αιμοειδής — αἱμοειδής ( οῡς), ὲς (Α) ο αιματοειδής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»